Ἑλλαδικοί

Ἑλλαδικοί
Ἑλλαδικός
plaster
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γραικός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 61 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. * * * ο (AM Γραικός) Έλληνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη λ. Γραικοί, κατά τον Αριστοτέλη, χαρακτηρίζονταν αρχικά οι Δωριείς τής Ηπείρου και πιο συγκεκριμένα …   Dictionary of Greek

  • ελλαδικός — ή, ό (AM ἑλλαδικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελλάδα ή προέρχεται απ αυτή νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελληνική επικράτεια (σ αντίθεση προς το «ελληνικός», που αναφέρεται στο ελληνικό έθνος) μσν. 1. (το αρσ. πληθ. ως …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”